ἐφοδεία

ἐφοδεία
ἐφοδείᾱ , ἐφοδεία
going the rounds
fem nom/voc/acc dual
ἐφοδείᾱ , ἐφοδεία
going the rounds
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εφοδεία — η (Α ἐφοδεία και μτγν. και ἐφοδία) [εφοδεύω] 1. απρόοπτη επίσκεψη, επιθεώρηση φρουρών, έφοδος αξιωματικού για επιθεώρηση φρουράς, κυρίως σε νυκτερινές ώρες 2. φυλακή, φρούρηση, περιπολία 3. γεν. επιθεώρηση …   Dictionary of Greek

  • ἐφοδείας — ἐφοδείᾱς , ἐφοδεία going the rounds fem acc pl ἐφοδείᾱς , ἐφοδεία going the rounds fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδείαν — ἐφοδείᾱν , ἐφοδεία going the rounds fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Charon's obol — Charon and Psyche (1883), a pre Raphaelite interpretation of the myth by John Roddam Spencer Stanhope Charon s obol is an allusive term for the coin placed in or on the mouth[1] of a dead person before burial. According to …   Wikipedia

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • εφοδεύω — (ΑΜ ἐφοδεύω) [έφοδος] επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία αρχ. 1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.) 2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ («ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”